- τρύπιος
- και διαλ. τ. τρούπιος, -α, -ο, Ν1. αυτός που έχει οπή ή οπές, τρυπημένος, διάτρητος («η σακούλα είναι τρύπια»)2. (κατ' επέκτ.) (για ενδύματα) φθαρμένος από τη συνεχή χρήση («τρύπιες κάλτσες»).[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το επίθ. τρύπιος έχει σχηματιστεί υποχωρητ. από το ρ. τρυπώ κατά τα άξιος, γνήσιος, πλούσιος, ενώ, κατ' άλλη άποψη, από το ουσ. τρύπα (πρβλ. αγρός: άγριος, τιμή: τίμιος)].
Dictionary of Greek. 2013.